- αρκούντως
- (AM ἀρκούντως, Α και -εόντως) επίρρ. [αρκώ]αρκετά, άφθονα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀρκούντως — ἀρκεόντως enough attic (indeclform adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έργο — (Φυσ.). Στη φυσική, μπορούμε να ορίσουμε το έ. μιας δύναμης αν ξεκινήσουμε από μια απλή περίπτωση, κατά την οποία ένα υλικό σώμα αμελητέων διαστάσεων, πάνω στο οποίο εφαρμόζεται μια σταθερή δύναμη, επιτελεί μια ευθύγραμμη μετατόπιση κατά μια… … Dictionary of Greek
αρκεόντως — βλ. αρκούντως … Dictionary of Greek
επαρκούντως — ἐπαρκούντως (Α) επίρρ. αρκούντως, επαρκώς, αρκετά («κακῶς μέν, οἶδ , ἐπαρκούντως δ ἐμοί», Σοφ.) … Dictionary of Greek
θαρρούντως — (Α θαρσούντως, νεώτ. αττ. τ. θαρρούντως, Μ θαρρούντως) επίρρ. με θάρρος, άφοβα, τολμηρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < Γεν. εν. θαρρούντος της μτχ. ενεστ. θαρρών τού ρ. θαρρώ (πρβλ. αρκούντως)] … Dictionary of Greek
ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία — Γενικός όρος, με τον οποίο υποδηλώνονται όλες οι ακτινοβολίες που, διαδιδόμενες στον χώρο, μεταφέρουν ενέργεια με τη μορφή ηλεκτρομαγνητικών διαταράξεων του πεδίου. Τα διάφορα είδη ακτινοβολίας χαρακτηρίζονται με βάση τις συχνότητές τους… … Dictionary of Greek
μέτρηση και μέτρο — Στις φυσικές επιστήμες υπάρχει ένας σαφής διαχωρισμός μεταξύ των εννοιών του μέτρου και της μέτρησης ενός μεγέθους. Μέτρηση είναι μια διαδικασία ή ένα σύνολο από διαδικασίες, που επιτρέπει να προσδιορίσουμε την αριθμητική τιμή (δηλαδή το μέτρο)… … Dictionary of Greek
ԲՈՎԱՆԴԱԿԱԲԱՐ — ( ) NBH 1 506 Chronological Sequence: Unknown date, 8c, 10c մ. Նոյն ընդ վ. (=ԲՈՎԱՆԴԱԿ) ըստ ՟Ա նշ. իբր Ամբողջապէս. լիով. կամ Պարագրելով. ... *Նահապետութիւն խորհրդոյ եկեղեցւոյ ʼի մերումս աշխարհի լցաւ բովանդակաբար. Յհ. կթ.: *Որ զանտանելին տարար… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)